- προσένεγξις
- προσένεγξιςincomefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσένεγξις — έγξεως, ἡ, Μ πρόσοδος, εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσενεγ κ τού αορ. προσενεγκεῖν τού προσφέρω] … Dictionary of Greek